- ἐσφαλμένων
- σφάλλωmake to fallperf part mp fem gen plσφάλλωmake to fallperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρβαρισμός — ο (AM βαρβαρισμός) [βαρβαρίζω] η χρησιμοποίηση εσφαλμένων τύπων λέξεων [«μιᾱς λέξεως κακία ὁ βαρβαρισμός, ἐπιπλοκῆς δε λέξεων ἀκαταλλήλων ὁ σολοικισμός» (βαρβαρισμός = γραμματικό σφάλμα, σολοικισμός = συντακτικό σφάλμα) (Απολλ. Δύσκολος)] νεοελλ … Dictionary of Greek
κακοδιδασκαλία — η (AM κακοδιδασκαλία) η διδασκαλία κακών ή εσφαλμένων γνωμών ή αιρετικών δοξασιών, ιδίως θρησκευτικών … Dictionary of Greek
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
Κριεζής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Αντώνιος (Ύδρα 1796 – 1865). Πλοίαρχος, αγωνιστής του 1821, πολιτικός και πρωθυπουργός της χώρας (1842 44 και 1849 54). Διέπρεψε ως πλοίαρχος στην Επανάσταση και αργότερα ως πολιτικός. Έλαβε … Dictionary of Greek